ανεξεταστέος

ανεξεταστέος
-α, -ο
αυτός που πρέπει να ξαναεξεταστεί: Έμεινε ανεξεταστέος στη Φυσική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

  • ανεξετάζω — 1. εξετάζω πάλι, εξετάζω δεύτερη φορά 2. (ρηματ. επίθ.) ανεξεταστέος ο μαθητής που υποχρεώνεται να εξεταστεί πάλι στην ύλη του ίδιου μαθήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”